- στωικός
- στωικόςof a colonnademasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στωικός — ή, ό / στωικός, ή, όν, ΝΜΑ [στοά / στωϊά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική αντίληψη τού Ζήνωνος τού Κιτιέως, την οποία δίδαξε για πρώτη φορά ο ίδιος στην Ποικίλη Στοά τής Αθήνας 2. το αρσ. ως ουσ. α) οπαδός τού στωικισμού β) στον… … Dictionary of Greek
στωικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει στην ομώνυμη φιλοσοφική τάση ή έχει σχέση μ αυτήν: Η χριστιανική ηθική δέχτηκε μεγάλη επίδραση από την ηθική των στωικών. 2. απαθής, καρτερικός: Υπομένει στωικά τις συμφορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στωικά — στωικός of a colonnade neut nom/voc/acc pl στωικά̱ , στωικός of a colonnade fem nom/voc/acc dual στωικά̱ , στωικός of a colonnade fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωικώτερον — στωικός of a colonnade adverbial comp στωικός of a colonnade masc acc comp sg στωικός of a colonnade neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωικῶν — στωικός of a colonnade fem gen pl στωικός of a colonnade masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωικόν — στωικός of a colonnade masc acc sg στωικός of a colonnade neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περσαίος — Στωικός φιλόσοφος και γεωμέτρης του 3ου αι π.Χ. . Καταγόταν από το Κίτιο της Κύπρου. Ήταν δούλος και κατ’ άλλους οπαδός του συμπατριώτη του Ζήνωνα. Δίδαξε φιλοσοφία στη Μακεδονία. Ταυτόχρονα ανέλαβε και στρατιωτική υπηρεσία. Οι Μακεδόνες τον… … Dictionary of Greek
στωικαῖς — στωικός of a colonnade fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωικαί — στωικός of a colonnade fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωικοῖς — στωικός of a colonnade masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)